Κερδίζουν έδαφος τα “πράσινα κτήρια” στην Ελλάδα

Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ολοένα και επιταχύνεται η τάση για επενδύσεις σε πράσινα ακίνητα ή έργα ολικής ανακατασκευής κτιρίων και ανάπλασης χώρων με στόχο την ενεργειακή βιωσιμότητα, ακολουθώντας τις οδηγίες της ΕΕ.

Η βιωσιμότητα στον τομέα των ακινήτων αφορά τη δημιουργία κτιρίων και υποδομών, που ελαχιστοποιούν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, βελτιώνουν την ενεργειακή απόδοση και προσφέρουν υγιείς και συμπεριληπτικούς χώρους διαβίωσης και εργασίας.  Είναι σημαντική παράμετρος, επειδή τα κτίρια, σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία, καταναλώνουν περίπου το 35% της παγκόσμιας ενέργειας και ευθύνονται για το 37% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (IIGCC 2024).  Το γεγονός αυτό καθιστά τη μετάβαση σε βιώσιμες πρακτικές απαραίτητη για τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και τη συμβολή στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας τη σημαντική συμβολή των κτιρίων στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, έχει θέσει στόχους για τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα των ακινήτων. Αυτοί οι στόχοι περιλαμβάνουν τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030 και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Επιπλέον, προωθούνται νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση των υφιστάμενων κτιρίων, ενθαρρύνοντας τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των νέων κατασκευών. Αυτές οι πρωτοβουλίες είναι κρίσιμες για την επίτευξη των ευρωπαϊκών και διεθνών κλιματικών στόχων, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση ενός βιώσιμου και πράσινου δομημένου περιβάλλοντος.

Τα ακίνητα, που σέβονται τις απαιτήσεις βιωσιμότητας, οδηγούν σε πληθώρα θετικών αποτελεσμάτων, όπως αυξημένα ενοίκια και αξίες, μειωμένα λειτουργικά έξοδα, καλύτερα ποσοστά πληρότητας, λιγότερες εκπομπές άνθρακα, προσβασιμότητα και χρήση χωρίς αποκλεισμούς, ήτοι, οικονομικά, περιβαλλοντολογικά και κοινωνικά οφέλη.

Συνεπώς τα βιώσιμα χαρακτηριστικά και οι βιώσιμες πρακτικές ενδιαφέρουν επενδυτές, κατασκευαστές, και καταναλωτές. Για τους επενδυτές, τα πράσινα κτίρια προσφέρουν αυξημένη αξία και μειωμένα λειτουργικά κόστη λόγω της ενεργειακής αποδοτικότητας. Οι κατασκευαστές επωφελούνται από την αυξανόμενη ζήτηση για βιώσιμα ακίνητα και τις υψηλότερες τιμές πώλησης, ενώ οι καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, απολαμβάνουν καλύτερη ποιότητα διαβίωσης σε υγιείς, φιλικούς προς το περιβάλλον, συμπεριληπτικούς και προσβάσιμους από όλους χώρους, χαρακτηριστικό που λειτουργεί θετικά και στην προσέλκυση των ταλέντων από τις εταιρίες.

Τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, υπάρχει μια συνεχόμενα αυξανόμενη τάση για επενδύσεις σε ακίνητα ή έργα ολικής ανακατασκευής κτιρίων και ανάπλασης χώρων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αναπτύξεων ή/και έργων ανάπλασης με “πράσινα” χαρακτηριστικά αποτελούνε μεταξύ άλλων:

  • Ο Πύργος του Πειραιά που στοχεύει στην πιστοποίηση LEED – Platinum,
  • Το κτίριο επαγγελματικής χρήσης The Orbit της Noval Property στην περιοχή Πανόρμου του Δήμου Αθηναίων, που έχει λάβει πιστοποίηση LEED – Platinum,
  • Το ιστορικό κτίριο ΜΙΝΙΟΝ που με την ανακατασκευή του στοχεύει να λάβει την πιστοποίηση LEED – Gold,
  • Το κτίριο επαγγελματικής χρήσης The Grid των Noval Property και Brook Lane Capital Investors στο Μαρούσι, που κατασκευάζεται με προδιαγραφές LEED Platinum και WELL Building Standard.
  • Το νέο κτίριο του ΤΕΕ στο Μαρούσι, που αναμένεται να πιστοποιηθεί µε LEED Gold.
  • Καθώς και μικρότερες αναπτύξεις όπως κτίρια γραφείων και κτίρια logistics, ιδιοκτησίας κυρίως ΑΕΕΑΠ, που έχουν λάβει ή αναμένεται να λάβουν αντίστοιχες πιστοποιήσεις.

Όπως φαίνεται λοιπόν η στροφή προς τη βιωσιμότητα ήρθε για να μείνει και αναμένεται να συνεχιστεί, με την αύξηση της ζήτησης στην Ελλάδα για κτίρια, που συνδυάζουν περιβαλλοντική και κοινωνική ευαισθησία, καθώς και οικονομικά οφέλη, να παραμένει σε υψηλά επίπεδα.

Πρέπει να σημειωθεί πως το στοιχείο της βιωσιμότητας γίνεται ολοένα και πιο απαιτητό στις εκτιμήσεις των ακινήτων από τους συμμετέχοντες στην αγορά, θεσμικούς και μη, καθώς πλέον αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τον προσδιορισμό της αξίας τους. Η ενσωμάτωση του συγκεκριμένου παράγοντα δεν περιορίζεται μόνο στην ενεργειακή απόδοση ή τις περιβαλλοντικές επιδόσεις, που μπορεί να έχει ένα κτίριο, αλλά και κατ’ επέκταση στην ανθεκτικότητά σε μελλοντικές κλιματικές αλλαγές, καθώς και στην ευκολία προσαρμογής σε νέες ή επικαιροποιημένες νομοθετικές απαιτήσεις και τεχνολογικές εξελίξεις. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν στραφεί και τα εκτιμητικά πρότυπα. Επί παραδείγματι, η βέλτιστη πρακτική, με βάση τα πρότυπα του RICS και το σχετικό εκδοθέν υλικό, απαιτεί από τον εκτιμητή να προσδιορίσει, κατά την αυτοψία ενός ακινήτου, εάν αυτό πληροί ή όχι τα κριτήρια βιωσιμότητας, όπως για παράδειγμα τη μελλοντική οικονομική βιωσιμότητα του ακινήτου, τη πιθανή απαξίωση του λόγω αδυναμίας συμμόρφωσης στο μέλλον με τα τότε περιβαλλοντικά πρότυπα, τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η πρόσβαση ή μη σε χρηματοδότηση από πράσινα ταμεία, τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η συμμόρφωση με κριτήρια ESG (Environmental, Social and Governance) κλπ. και να αξιολογήσει πώς αυτά επηρεάζουν την αξία του.

Αυτή η διευρυμένη προσέγγιση διασφαλίζει ότι οι εκτιμήσεις αντικατοπτρίζουν πλήρως την προστιθέμενη αξία, που προσδίδει το στοιχείο της βιωσιμότητας, συμβάλλοντας παράλληλα στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της μακροχρόνιας αξίας των ακινήτων, που είναι σημαντική για την χρηματοπιστωτική υγεία της οικονομίας μας.

Αρθρογραφία: Αλέξανδρος Θάνος, Τμήμα Εκτιμήσεων & Μελετών Δανός, σε συνεργασία με την BNP PARIBAS Real Estate